τρίκλισμα

τρίκλισμα
και τρέκλισμα, το, Ν [τρικλίζω/ τρεκλίζω]
κλονισμός κατά τη βάδιση, παραπάτημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρίκλισμα — τρίκλισμα, το και τρέκλισμα, το, ατος ο κλονισμός στο βάδισμα, παραπάτημα: Ζαλίστηκε και έφυγε με τρικλίσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νταλόδαρμα — το [νταλοδέρνω] απώλεια τής σταθερότητας στο βάδισμα, τρίκλισμα …   Dictionary of Greek

  • παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… …   Dictionary of Greek

  • παραπάτημα — το [παραπατώ (II)] 1. ολίσθημα, στραβοπάτημα 2. κλονισμός κατά το βάδισμα, τρίκλισμα 3. μτφ. παρεκτροπή, παράπτωμα …   Dictionary of Greek

  • παραπάτημα — το 1. το στραβοπάτημα, τρίκλισμα, γλίστρημα: Κι αρχίζουν τα παραπατήματα, και τότε πια βλαστήμα τα (λαϊκός στίχος). 2. σφάλμα ηθικό: Το παραπάτημά σου αυτό είναι αδικαιολόγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέκλισμα — το, ατος βλ. τρίκλισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”